- λιμαγχονώ
- λιμαγχονῶ, -έω (AM)πεθαίνω τής πείνας, λιμοκτονώαρχ.κάνω κάποιον να εξασθενήσει από ασιτία.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λιμαγχῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιμαγχονῶ — λιμαγχονέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) λιμαγχονέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμαγχονία — λιμαγχονία, ἡ (Α) [λιμαγχονώ] 1. λιμαγχία* 2. αποχή από τροφή, νηστεία, εγκράτεια («λιμαγχονία ἄρτου», Αθαν. Αλεξ.) … Dictionary of Greek
λιμαγχόνησις — λιμαγχόνησις, ἡ (Α) [λιμαγχονώ] η λιμαγχία* … Dictionary of Greek